Συνέντευξη με τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο

Συνέντευξη στον Αυγουστίνο Ρεμούνδο

Από τον Βασίλη Χάγιο

Συναντήσαμε το ταλαντούχο ηθοποιό Αυγουστίνο Ρεμούνδο, στο φιλόξενο χώρο του θεάτρου «Αγγέλων Βήμα» και μας μίλησε για την παράσταση «Με κάρυ και κύμινο» στην οποία συμμετέχει και σκηνοθετεί, αλλά και για την παράσταση «Οι Σιδεράδες» στην οποία επίσης υπογράφει την σκηνοθεσία.

Σας βρίσκουμε στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα» στη παράσταση «Με κάρυ και κύμινο» όπου σκηνοθετείτε και παίζετε. Πείτε μας πως προέκυψε η ιδέα.

Η ιδέα του Bollywood ήταν της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα. Ήταν ένα από τα έργα που ήθελε να ανεβάσει στο «Αγγέλων Βήμα», μου το πρότεινε και μου άρεσε πολύ σαν ιδέα, γιατί το bollywood έχει την ιδιαιτερότητα να ισορροπεί ανάμεσα στο μελόδραμα και στην κωμωδία.

Το έργο είναι ινδικό, στην Ελλάδα δεν ξέρουμε πολλά για το ινδικό θέατρο. Είχατε ποτέ επαφή με το ινδικό θέατρο;

Είχα δει ινδικούς χορούς από τη Μάτα Μάρα που κάνει και τις χορογραφίες στην παράσταση «Με κάρυ και κύμινο», τη Λήδα Σάνταλα, είχα παρακολουθήσει ινδικό σινεμά, αλλά μέχρι εκεί.  

Πως θα χαρακτηρίζατε το έργο και ποιο στοιχείο του σας τράβηξε;

Εκ πρώτης όψεως το έργο φαίνεται ότι είναι μια ερωτική ιστορία. Τελικά, όμως είναι ένα έργο που μιλά για τη μνήμη από τη μια, για την Ινδία από την άλλη.
Η πρωταγωνίστρια Αντίρα, την οποία υποδύεται η Βάνα Παρθενιάδου, έχει μεγαλώσει στην Ινδία «με κάρυ και κύμινο», δηλαδή με τις παραδόσεις και τη φιλοσοφία αυτής της χώρας. Από την άλλη, πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ, έχει προβλήματα μνήμης.  Είναι σαν να συμβολίζει η Αντίρα, όλη την Ινδία που, σαν να έχει προβλήματα μνήμης, ξεχνά τι ήταν κάποτε, την ανατολίτικη κουλτούρα της  και μετατρέπεται σε μια άλλη Ινδία, που αφομοιώνει τον δυτικό πολιτισμό.
Επίσης, μου κέντρισαν το ενδιαφέρον τα flashback και τα όνειρα της Αντίρα που σκηνοθετικά ήταν μια πρόκληση για εμένα το πώς θα τα κάνω.

Τι είναι το bollywood;

Είναι η ινδική απάντηση στο Hollywood. Είναι μεγάλες παραγωγές ταινιών που απευθύνονται στη Ανατολή και όχι στη Δύση και έχουν πάρα πολλά τραγούδια, μουσική και χορό.

Μιλήστε μας για το ρόλο σας.

Το έργο παρουσιάζει τη ζωή μιας οικογένειας Ινδών εμπόρων. Εγώ υποδύομαι  τον γιο, ο οποίος έχει φύγει για να σπουδάσει στην Αγγλία και αυτή τη στιγμή είμαι στέλεχος σε μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία στην Αυστραλία. Ουσιαστικά ο ρόλος μου αντιπροσωπεύει όλους τους Ινδούς που έχουν μεταναστεύσει για μια καλύτερη ζωή σε δυτικές χώρες. Αν και τρέφω βαθιά αισθήματα για την οικογένεια μου και την Ινδία, έχω «ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου»…έχω δημιουργήσει μια νέα ζωή σε μια νέα πατρίδα. Βεβαίως, λόγω αισθητικής Bollywood, όλο αυτό μπορεί και να ανατραπεί στο φινάλε.

Πόσο μας αφορά αυτό το έργο, γιατί να έρθει κάποιος να το δει;

Γιατί, πρώτα από όλα, θα περάσει καλά. Είναι ένα έργο ανθρώπινο. Έχει όπως η ζωή, συγκίνηση, χαρά, γέλιο, όνειρα. Και όλα αυτά τα συνδυάζει, όπως οφείλει σαν Bollywood, με πολύ μουσική, χορό και μυρωδιές από «κάρυ και κύμινο». Το Bollywood βλέπει τη ζωή όπως ένα παιδί.

Επίσης σκηνοθετείτε και τη παράσταση «Οι Σιδεράδες», η οποία παίζεται κάθε Τετάρτη στις 21.00 και Κυριακή στις 19.00 στο θέατρο «Αγγέλων Βήμα». Μιλήστε μας για τη κωμωδία «Οι Σιδεράδες». Ποια κοινά στοιχεία έχουν τα δύο έργα;

«Οι Σιδεράδες» είναι μια κωμωδία όπου έχει ανέβει σε Σερβία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ελλάδα, Κύπρο και Αγγλία. Είναι μια παράσταση ύμνος στη ζωή και στη διαφορετικότητα. Αντίστοιχα η παράσταση  «Με κάρυ και κύμινο» αποτελεί και αυτή έναν ύμνο στη ζωή. Άλλο ένα κοινό στοιχείο είναι ότι και τα δύο έργα μιλούν για παραδόσεις που σβήνουν. Στους «Σιδεράδες» είναι το επάγγελμα του σιδερά που χάνεται. Στο «Με κάρυ και κύμινο» σβήνει σιγά σιγά η παράδοση μιας χώρας που υποδέχεται και αφομοιώνει τη δυτική κουλτούρα. Το βασικό τους όμως, κοινό στοιχείο είναι ότι και τα δύο έργα αντιμετωπίζουν τις τραγικές και δύσκολες καταστάσεις της ζωής με χαμόγελο, αισιοδοξία και μια ελαφρότητα τελικά. Κατά τα άλλα, καμία σχέση. «Οι Σιδεράδες» είναι μια κλασική κωμωδία και το «Με κάρυ και κύμινο» είναι ένα κλασικό Bollywood!  

Στους «Σιδεράδες» έχουμε τρεις άνδρες, οι οποίοι έχουν κάνει παιδί ο ένας με τη γυναίκα του άλλου και αυτό εκτυλίσσεται σε κατάσταση πολέμου. Αυτό είναι ένα θέμα που ο συγγραφέας το παρουσιάζει με ένα πολύ κωμικό τρόπο. Έχει ειπωθεί ότι υπάρχει μια ελαφρότητα στο έργο. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό.

Είναι ένα έργο με δραματικό υπόβαθρο. Μπορεί να γελάμε, αλλά στην ουσία κρύβεται ένα δράμα από πίσω. Ο Νίκολιτς το έγραψε το 1992 όταν στη χώρα του υπήρχε πόλεμος και είναι από τους λίγους που έγραψαν κωμωδία εκείνα τα χρόνια. Με αφετηρία τον πόλεμο έγραψε έναν ύμνο στη ζωή.

Τι σας αρέσει πιο πολύ να παίζετε ή να σκηνοθετείτε;

Νομίζω ότι μου αρέσει πιο πολύ να παίζω. Ίσως επειδή στην πορεία μου μέχρι τώρα, έχω υποδυθεί ρόλους περισσότερες φορές , από ότι έχω σκηνοθετήσει έργα.
Η σκηνοθεσία είναι μια πιο εγκεφαλική διαδικασία, στην οποία με διευκολύνει ο χαρακτήρας μου. Η υποκριτική από την άλλη είναι - για μένα τουλάχιστον - μια πιο συναισθηματική διαδικασία. Και τα δύο πάντως είναι ξεχωριστές προκλήσεις κάθε φορά

 

Επίσης «Οι Σιδεράδες» βραβεύτηκαν από την Unesco. Πως νιώθετε για αυτό;

Νιώθω πολύ ωραία, είναι μια τιμή για μένα, αλλά δεν είμαι από του ανθρώπους που κυνηγούν τα βραβεία.

 

Με ποια κριτήρια επιλέγετε μια συνεργασία; Με ποιο κριτήριο επιλέγετε ένα έργο;

Κάθε φορά τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με «τραβά», με ελκύει σε κάποια κείμενα. Έχω βεβαία διαπιστώσει ότι το στοιχείο του φανταστικού δίνει ένα προβάδισμα σε κάποια έργα. Όσον αφορά στις συνεργασίες, αναλόγως με το έργο και τις απαιτήσεις του. Είμαι πάντα ανοιχτός σε ιδέες, σκέφτομαι πρώτα από όλα ανθρώπους που έχω ήδη συνεργαστεί επιτυχώς και μετά αναζητώ και άλλους.

Τα προσεχή σχέδιά σας;

Ήδη έχω αρχίσει πρόβες με τη Χρύσα Σπηλιώτη. Είναι η δεύτερη φορά που συναντιέμαι καλλιτεχνικά με τη Χρύσα Σπηλιώτη. Είχαν προηγηθεί «Οι πόρτες», ένα εξαιρετικό έργο της Χρύσας που σκηνοθέτησα στο «Αγγέλων Βήμα», πριν από δύο χρόνια. Τώρα πρόκειται και πάλι για ένα κείμενο της Χρύσας . Έναν μονόλογο με ηρωίδα τη «Ρεγγίνα Μάντζαρου» , τη μητέρα του Νικόλαου Μάντζαρου, του συνθέτη του Εθνικού μας ύμνου. Αυτή τη φορά, η Χρύσα Σπηλιώτη θα παίξει κιόλας. Θα έχω τη χαρά να τη σκηνοθετήσω  στο θέατρο «Vault».